Κυριακή 4 Αυγούστου 2013

ταβερνακι

  Ένα βράδυ σε ένα ταβερνάκι, πρώτη φορά εκεί πήγα με ένα φίλο, ήταν ένα παλικάρι που έπαιζε μουσική με μια λύρα και τραγουδούσε στοίχους χωρισμού και αγάπης. Κάθε δοξαριά και ένα χάδι και ήταν σαν να μιλάγανε αυτοί  οι δύο. Αυτός της έλεγε τον πόνο του και αυτή τον παρηγορούσε  Κάθε μελωδία πόνο έβγαζε η λύρα και θλίψη για τη στεναχώρια του κύρη της. Του έλεγε να ξεχάσει αυτή που τον πλήγωσε, να πάψει να την σκέφτεται , να φτιάχνει μαντινάδες γιατί του προκάλεσε τόσο πόνο στη καρδιά και του είχε πάρει το μυαλό από καιρό και δεν άξιζε πλέον. Και σαν του τα'λεγε αυτά το παλικάρι με ένταση συνέχιζε μαζί της μέχρι να ακούσει και την τελευταία κουβέντα. Τρεις ώρες θλιμμένα τραγούδια,γεμάτες πόνο πέρασαν για αυτόν  Το μέτωπο του εσταζε υδρώτα , τα χέρια του έτρεμαν και τα μάτια του από την κούραση κλειναν. Και όμως εκείνος συνέχισε να τραγουδά για εκείνη που τον είχε πληγώσει και  η λύρα σύντροφος να τοτ λεει να ηρεμίσει. Και συνέχισε εκεί για ώρες μέχρι που βγήκε ο ήλιος και έιχε μείνει μια δροσία απο το βράδυ . Το ταβερνάκι είχε αδιάσει και ήμουν η μόνη που τον άκουγα.Μια στιγμή σταματά ανοίγει τα μάτια του και κοιτά έξω απο το παράθυρο , βλέπει τον ήλιο είχε ήδη ξημερώσει ,αυτός ήθελε να συνεχίσει όμως δεν άντεχε άλλο .Δείνει την τελευταία δοξαριά να έβαζε τελεία σε όλα αυτα που έλεγε. Σηκώθηκε αργά έβαλε τη λύρα στο κουτί της και έκανε να φύγει .Δύο μέρες μετά ξαναπήγα και έγινε το ίδιο σκηνικό. Τραγουδούσε για  την αγάπη του και η λύρα τον συνόδευε και εγώ να τον ακούω. Ώρες ώρες τα μάτια μου γέμιζαν δάκρυα γιατί τα λόγια του έμπεναν μέσα στη καρδιά μου και τη ξεχείλιζα . Δεν πήγα στο ταβερνάκι για κανά δυο μήνες όμως αποφασίσαμε να πάμε με την παρέα μου. Μπενοντας ακούσαμε θλιμμένη μουσική, γεμάτη πόνο πήγαμε στο γνωστό τραπεζάκι. Το παλικάρι κοίταξε προς το μέρος μας και χαμογέλασε ήταν η πρώτη φορά που τον είδαμε να χαμογελάει .Ξαφνικά άρχισε να παίζει στη λύρα χαρούμενη κομμάτι για την αγάπη του που γύρισε να τον δει απο τα ξένα